- φυλακτικώς
- ΜΑεπίρρ. βλ. φυλακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλακτικῶς — φυλακτικός preservative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτικώς — φυλακτικός preservative masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτικός — ή, ό / φυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, ή, ό, Ν [φυλάσσω] νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων αρχ. 1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek